ἀνεκτοῦ

ἀνεκτοῦ
ἀνακτάομαι
regain for oneself
imperf ind mp 2nd sg (attic ionic)
ἀνεκτός
bearable
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ευψυχής — εὐψυχής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστο ψύχος, αυτός που είναι ελαφρά, ευχάριστα ψυχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐψυχές η ύπαρξη ευχάριστου, ελαφρά δροσερού, ανεκτού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”